- νείφει
- νίφωpres ind mp 2nd sgνίφωpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νείφω — (Α) 1. (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) νείφει χιονίζει 2. μτφ. (μτβ.) ρίχνω κάτι σαν βροχή, σε μεγάλη ποσότητα («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ οὐρανοῡ» Φίλ.) 3. (και το μέσ. ως ενεργ.) νείφομαι χιονίζω, πέφτω σαν χιόνι («νιφάδος νειφομένας», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
снег — род. п. а, укр. снiг, др. русск., ст. слав. снѣгъ χιών, χειμών (Супр.), болг. сняг (Младенов 597), сербохорв. сни̏jег, местн. ед. сниjѐгу, словен. snẹ̑g, род. п. snẹgȃ, чеш. snih, слвц. sneh, польск. snieg, в. луж. sněh, н. луж. sněg, полаб … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
λείβω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.) 3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek
νίφα — νίφα, τήν (Α) (ποιητ. αιτ. τού *νιψ) τήν χιόνα («ἀλευόμενοι νίφα λευκήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού ρ. νείφει «χιονίζει»] … Dictionary of Greek
νιφάδα — η (ΑΜ νιφάς, άδος) καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα αρχ. 1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ ὅτ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. καθετί… … Dictionary of Greek
νιφετός — ο (Α νιφετός) χιόνι που πέφτει, πτώση χιονιού, χιονοθύελλα αρχ. 1. βροχή, υετός 2. μτφ. καθετί που πέφτει ραγδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει + επίθημα ετός (πρβλ. υετός)] … Dictionary of Greek
νιφόεις — νοφόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ Αἴτνα», Πίνδ.) 2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει» + κατάλ. όεις (πρβλ … Dictionary of Greek
sneigʷh- — sneigʷh English meaning: to snow; snow, *rain Deutsche Übersetzung: ‘schneien, (sich) zusammen ballen” Note: Root sneigʷh : “to snow; snow” derived from a zero grade (*suu̯ etos, *su̯eri̯ō) : O.Ind. sunō ti “ squeezed, pressed “ … Proto-Indo-European etymological dictionary